13 Φεβρουαρίου 2011

Η Κιτρινοσκουφίτσα


Η ΚΙΤΡΙΝΟΣΚΟΥΦΙΤΣΑ

ΚΑΙ Ο ΚΑΛΟΣ ΛΥΚΟΣ

Ένα παραμύθι για …μεγαλούτσικα παιδιά

(Αλεξάνδρα Μόζα)

Μια φορά κι έναν καιρό, ψηλά στο βουνό, ζούσε ακόμα μια οικογένεια λύκων.

Και λέω "ακόμα", γιατί στις μέρες μας οι λύκοι έχουν εξαφανιστεί. Υπάρχουν πολύ λίγοι, κι αυτούς τους συναντάς σπάνια, για να μην πω σχεδόν ποτέ, και φυσικά πρέπει πρώτα να πας και στο βουνό.

Αυτή η λυκο-οικογένεια που λέτε λοιπόν, ζούσε όμορφα και καλά, αλλά καμιά φορά άσχημα και δύσκολα, όπως οι συνηθισμένες οικογένειες.

Μια χειμωνιάτικη συννεφιασμένη και βροχερή μέρα, η μαμά λύκαινα είπε στο λυκόπουλό της:

-Γλυκούλι μου, η γιαγιάκα σου που μένει μόνη της στην άλλη άκρη του δάσους, είναι βαριά άρρωστη και δεν έχει τίποτε να φάει. Άσε που σε εκείνη την πλευρά του δάσους, οι ασυνείδητοι κυνηγοί, δεν έχουν αφήσει σχεδόν τίποτα που να κινείται. Πάρε, σε παρακαλώ, αυτό το καλαθάκι που έχει φαγητό να της το πας. Όμως πρόσεξε! Μη μιλήσεις σε κανέναν στο δρόμο. Όπως χάλασε σήμερα ο καιρός έτσι χάλασε κι ο κόσμος.

Αυτό το τελευταίο, το μικρό λυκάκι δεν το πολυκατάλαβε, αλλά δεν έδωσε ιδιαίτερη σημασία και γι' αυτό δε ρώτησε να μάθει περισσότερα. Πήρε αμέσως το καλαθάκι με το αριστερό του χεράκι -σαν αριστερόχειρας που ήταν- και ξεκίνησε πρόθυμα να πάει στην άλλη άκρη του δάσους. Βλέπετε, άκουγε τους γονείς του και δεν ήταν κανένα τεμπελόλυκο.

Όμως, ήταν πολύ επικίνδυνο πράγμα να διασχίσει μόνο του ολόκληρο το δάσος, επειδή, ακριβώς στη μέση του δάσους, περνούσε η νέα εθνική οδός. Τα αυτοκίνητα έτρεχαν σα σφαίρες και δε σταματούσαν ποτέ. Άντε να περάσεις απέναντι χωρίς φανάρια και διαβάσεις.

Στεκόταν λοιπόν το καλό μας λυκάκι στην άκρη του δρόμου και περίμενε να σταματήσει λίγο η κίνηση για να μπορέσει να περάσει.

Ξαφνικά, ακούει μια φωνή από πίσω του:

-Επ! Τι περιμένεις εδώ εσύ;

Το λυκάκι ξαφνιάστηκε τόσο, που ξέχασε πως η μανούλα του τού είχε πει να μη μιλήσει σε κανέναν.

-Εεε.. περιμένω να περάσω απέναντι, είπε στην κυρία που φορούσε κίτρινο αδιάβροχο πλαστικό παντελόνι και κίτρινο αδιάβροχο πλαστικό μπουφάν με κουκούλα.

-Και τι θα κάνεις απέναντι; Το ρώτησε εκείνη, κοιτάζοντας με περιέργεια το σκεπασμένο καλαθάκι του.

-Να, αρρώστησε η γιαγιά μου και της πάω λίγο φαγητό…

Η Κιτρινοσκουφίτσα, σκέφτηκε λίγο και μετά χαμογέλασε πονηρά λέγοντας:

-Έχω ακούσει, πως στους αρρώστους κάνει πολύ καλό να πίνουν τσάι του βουνού. Άμα θες, να σου δείξω από πού να το μαζέψεις. Θα κάνει καλό στην γιαγιά σου, θα της μαλακώσει το λαιμό και θα φάει καλύτερα αυτά που της πας.

Το λυκάκι δέχτηκε. Η Κιτρινοσκουφίτσα, το κράτησε από το χέρι προστατευτικά και περάσανε μαζί απέναντι. Μετά, αφού με αυτόν τον τρόπο κέρδισε την εμπιστοσύνη του, του έπιασε συζήτηση για να μάθει πού ακριβώς έμενε η γιαγιά του. Αφού έμαθε ό,τι ήθελε του 'δειξε από πού να πάει για να μαζέψει τσάι του βουνού. Επίτηδες, του έδειξε ένα δύσκολο μονοπάτι και το έστειλε κάπου μακριά για να το καθυστερήσει, επειδή είχε καταστρώσει ένα πονηρό σχέδιο. Κι ενώ είχε στείλει το λυκάκι σε αντίθετη κατεύθυνση, εκείνη έτρεξε γρήγορα-γρήγορα, κατευθείαν στη φωλιά της γιαγιάς.

Τακ-τακ, χτύπησε την πόρτα της φωλιάς.

-Ποιος είναι; ακούστηκε μια άρρωστη φωνή από μέσα.

-Εγώ, το εγγονάκι σου, το μικρό καλό λυκάκι σου, άνοιξε καλή μου γιαγιάκα να δεις που σου 'φερα γλυκάκια! Είπε με γλυκιά και καλοσυνάτη φωνή η Κιτρινοσκουφίτσα.

-Γιατί δεν έχεις χοντρή φωνή; ρώτησε η γιαγιά.

"Ωχ, την πάτησα!" σκέφτηκε από μέσα της, αλλά γρήγορα τα μπάλωσε η Κιτρινοκαταφερτζού.
-Για να σε φωνάζω καλύτερα σε ψηλές συχνότητες και να μ' ακούς, απάντησε αμέσως, λες και ήξερε ότι η γιαγιά είχε αρχίσει να βαριακούει.

-Κι από πότε μιλάς με στιχάκια; ξαναρώτησε η γιαγιά.

-Δεν είναι στίχοι, είναι τύχη! Έτυχε να ταιριάξουν οι λέξεις, απάντησε η Κιτρινοπονήρω.

Η γιαγιά άνοιξε την πόρτα και κοίταξε παραξενεμένη την Κιτρινοσκουφίτσα από πάνω μέχρι κάτω.

-Και γιατί δεν έχεις τριχωτά χέρια; τη ρώτησε.

-Έκανα αποτρίχωση με λέϊζερ για να σε αγκαλιάζω καλύτερα και να μη σου προκαλώ αλλεργία, ξαναβρήκε γρήγορα μια δικαιολογία η Κιτρινοσκούφω.

-Και γιατί δεν έχεις μεγάλη μύτη;

-Έκανα πλαστική εγχείρηση γιατί με κορόιδευαν οι φίλοι μου.

-Και γιατί δεν έχεις μεγάλα δόντια;

-Μου 'πε ο ορθοδοντικός να βάλω σιδεράκια για να στρώσουν.

-Και γιατί δεν έχεις μεγάλα μάτια;

-Γατί μεγάλωσα, και επειδή τα μάτια μας παραμένουν πάντα ίδια, τώρα σου φαίνονται μικρά.

-Και γιατί ντύθηκες στα κίτρινα;

-Γιατί είναι το χρώμα της κακίαααας…, είπε η Κιτρινοσκούφω και όρμησε απρόσμενα πάνω στην άρρωστη γιαγιά.

Τι μπορούσε να κάνει μια απροστάτευτη γιαγιά και μάλιστα άρρωστη; Στο τέλος, νίκησε η νέα και μοχθηρή Κιτρινοσκουφίτσα. Έδεσε τη γιαγιά, τη φίμωσε και την κλείδωσε στη ντουλάπα. Έβγαλε το κίτρινο αδιάβροχο που φορούσε και το 'βαλε κι αυτό στη ντουλάπα μαζί με τη γιαγιά. Έριξε πάνω της μερικές από τις τρίχες της γιαγιάς που βρισκόταν παντού λέπετε, η γιαγιά ήταν πολύ γερασμένη και μαδούσε συνέχεια) και περίμενε.

Περίμενε λοιπόν και περίμενε και περίμενε και περίμενε και περίμενε… έσκασε να περιμένει!

Μετά από πολλή ώρα, έφτασε επιτέλους το καλό λυκάκι και χτύπησε την πόρτα. Είχε δυσκολευτεί αρκετά το καημενούλι να βρει το τσάι και το δρόμο της επιστροφής για τη γιαγιά του. Κι όλα αυτά, μόνο και μόνο για να την ευχαριστήσει και να μαλακώσει το λαιμό της.

Η ΚιτρινοσκUFO, του άνοιξε με σκυφτό το κεφάλι για να μην την αναγνωρίσει. Το λυκάκι την κοίταξε περίεργα.

Καλέ γιαγιάκα, δε μου φαίνεσαι και τόσο άρρωστη! Σα να ξανάνιωσες εσύ!

-Είναι από τη χαρά μου που σε είδα, του απάντησε εκείνη, που είχε εξασκηθεί από πιο πριν στις ερωταπαντήσεις με τη γιαγιά και έγινε ετοιμόλογη.

-Θα ερχόμουνα πιο νωρίς, αλλά άργησα λιγάκι για να σου μαζέψω τσάι του βουνού. Να, κοίτα γιαγιάκα! είπε περήφανο το λυκάκι και της έδωσε με καμάρι το ματσάκι του τσαγιού.
-Ευχαριστώ, ευχαριστώ παιδάκι μου, είπε εκείνη υποκριτικά και άπλωσε τα χέρια της να το πάρει.

-Καλέ γιαγιά, τώρα που σε προσέχω καλύτερα, πω-πω! τι λίγες τρίχες που σου απέμειναν!

-Ε, γέρασα πια, είπε τάχα κουρασμένα η Κιτρινοτέτοια.

-Καλά μου το 'λεγε λοιπόν η μανούλα πως μαδάς τώρα που γέρασ…

-Εεεεεε…, άσε τα πολλά λόγια επιτέλους και μπες μέσα σκασμένο, τόση ώρα σε περιμένω, έχασε την υπομονή της η Κιτρινοπουείπαμε και το τράβηξε απότομα μέσα στη φωλιά της άρρωστης γιαγιάς..
Όρμησε αμέσως επάνω του και προσπάθησε να το δέσει και να το φιμώσει κι αυτό όπως έκανε και με τη γιαγιάκα του. Όμως το λυκάκι, που δεν ήταν ανήμπορο γέρικο και άρρωστο, αλλά μικρό
γερό και ευέλικτο, της ξέφυγε.

-Ου-ου...! άρχισε να φωνάζει το λυκάκι κι έτρεχε γύρω-γύρω.

-Φτου-φτου! φώναζε και η Κιτρινοαπαυτίτσα και έτρεχε ξοπίσω του μέσα στη φωλιά.

Για καλή τύχη του λυκάκου και κακή της Κιτρινοσκούφως (έτσι είναι η ζωή - πάντα έχει δυο πλευρές), εκείνη τη στιγμή, περνούσαν απ' έξω δύο οικολόγοι. Άκουσαν τις φωνές του λυκόπουλου και έτρεξαν αμέσως να δουν τι συμβαίνει. Έπιασαν την μοχθηρή Κιτρινοατυχίτσα, σώζοντας το γλυκολυκάκι από τα χέρια της και ελευθέρωσαν την δύστυχη γιαγιά από τη ντουλάπα που πλάνταξε από την αγωνία της με τα όσα ψιλοάκουγε να συμβαίνουν.

-Σ' αυτήν την περιοχή οι λύκοι είναι προστατευόμενο είδος, είπαν στην Κιτρινοανοικολόγητη οι οικολόγοι. Απαγορεύεται να τους πειράζεις.

-Δεν τους πείραξα! Ήθελα να τους μάθω κρυφτό και κυνηγητό, προσπάθησε να δικαιολογηθεί η Κιτρινοψευτίτσα.

Να μην τα πολυλογώ, την πήγαν στο αυτόφωρο κι εκεί, ομολόγησε πως ήθελε τους λύκους για ένα καινούργιο θέαμα σε τσίρκο με άγρια ζώα. Και νομίζω μαντεύετε ποιος απ' όλους τελικά κατέληξε σε κλουβί!

Κι έτσι, ζήσανε οι προστατευόμενοι λύκοι γλυκά κι εμείς γλυκύτερα.


(Α, να μην ξεχάσω! Ο ένας από τους δύο οικολόγους, είπε στο λυκάκι, πως καλύτερο κι απ' το τσάι του βουνού για τους αρρώστους, είναι η μαντζουράνα. Κρατήστε κι εσείς αυτή τη συμβουλή, ίσως σας χρειαστεί κάποτε! )

ΤΕΛΟΣ